- ἐπόμβρῳ
- ἔπομβροςvery rainymasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επομβρώ — ἐπομβρῶ, έω (AM) 1. ρίχνω βροχή από ψηλά 2. ρίχνω άφθονα σαν βροχή («τὸν μάννα ἐπομβρήσαντα») 3. αναβλύζω … Dictionary of Greek